- πανδημεί,
- παν-δημεί, u. παν-δημί, mit dem ganzen Volke, in Masse
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανδημεί — with the whole people indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδημεί — και πανδημί / δωρ. τ. πανδαμεί και πανδαμί, ΝΑ επίρρ. με την συμμετοχή όλου τού λαού, συν γυναιξί καί τέκνοις, με όλους μαζί, αθρόως αρχ. φρ. «πανδημεὶ στρατεύω» εκστρατεύω με πανστρατιά, με κινητοποίηση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πανδημί — πανδημεί with the whole people indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANAPUS — Siciliae fluv. iuxta Syraco paludem exit. Vide de illo Ovid. Fab. 6. l. 5. Met. Hodie accolarum simplicitate, vulgati vocabulô Alfeo dictus. Eius meminit Theocritus Idyl. 1. Ο᾿ν γὰρ δὴ ποταμοῖο μεγαν ῥόον ἐίκετ᾿ Α᾿νάπω. Ovid. Ponticor. l. 2. eleg … Hofmann J. Lexicon universale
πάνδημος — Επίθετο της Αφροδίτης στην Αθήνα, το ναό της οποίας έχτισε –σύμφωνα με την παράδοση– ο Σόλωνας από τα χρήματα των εταίρων. Στην Ήλιδα υπήρχε χάλκινο άγαλμα της θεάς κατασκευασμένο από τον Σκόπα. Η Π. Αφροδίτη λατρευόταν επίσης στη Θήβα και στη… … Dictionary of Greek
πανδαμεί — Α επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. πανδημεί … Dictionary of Greek
πανδημία — η, ΝΑ [πάνδημος] νεοελλ. επιδημία που εξαπλώνεται γρήγορα και προσβάλλει ολόκληρο τον πληθυσμό μιας χώρας αρχ. 1. ολόκληρος ο λαός τής πόλεως 2. (η δοτ. ως επίρρ.) πανδημίᾳ πανδημεί, όλοι μαζί … Dictionary of Greek
πανομιλεί — και πανομιλί Α επίρρ. με όλο το πλήθος, πανδημεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὅμιλος + επιρρμ. κατάλ. εί (πρβλ. παμμελ εί)] … Dictionary of Greek
παροικώ — παροικῶ, έω, Ν ΜΑ [οικώ] κατοικώ, διαμένω μόνιμα ως πάροικος σε ξένη χώρα χωρίς πολιτικά δικαιώματα, είμαι πάροικος («οὐ μόνον τοῑς πολίταις ἐξιέναι πανδημεί προσέταξαν, ἀλλὰ καὶ τοῑς παροικοῡσι ξένοις», Διόδ. Σικ.) αρχ. 1. κατοικώ, διαμένω κάπου … Dictionary of Greek
ՀԱՆԴԻՍՕՐԷՆ — ( ) NBH 2 0045 Chronological Sequence: Unknown date մ. πανδημεῖ cum toto populo, publice. Հանդիսիւ. համախումբ. *Ի միասին զամբոխն հանդիսօրէն հանել. Պղատ. օրին. ՟Ը … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
πανδαμεί — πανδᾱμεί , πανδημεί with the whole people doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)